απαράγραπτος

απαράγραπτος
η , ο [ος , ον ], απαράγραφτ||ος, η , ο
1) не потерявший силы, неаннулированный; 2) неотъемлемый;

§ απαράγραπτοςα δικαιώματα — неотъемлемые права


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "απαράγραπτος" в других словарях:

  • απαράγραπτος — η, ο (Α ἀπαράγραπτος, ον) αυτός που δεν έχει ή δεν είναι δυνατόν να παραγραφεί ή να αγνοηθεί, ο αναφαίρετος, ο απαράβατος …   Dictionary of Greek

  • απαράγραπτος — η, ο εκείνος τον οποίο δεν μπορεί κανείς να παραγράψει, να καταργήσει: Ο ελληνισμός έχει απαράγραπτα δικαιώματα στο Αιγαίο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αδιάγραπτος — και φτος, η, ο [διαγράφω] αυτός που δεν διαγράφτηκε ή δεν μπορεί να διαγραφτεί, απαράγραπτος, ακατάλυτος …   Dictionary of Greek

  • ԱՆՊԱԿԱՍԱԳԻՐ — ( ) NBH 1 0225 Chronological Sequence: 8c ա. Անթերի յօրինուածով գծագրեալ. *Աստուածատեսակ առաքինութեանն անպակասագիր նկարագրութիւնն բարւոք նմանութեամբ. Դիոն. եկեղ. ՟Դ. յն. ἁπαράγραπτος զոր ոմանք իմանան իբր ἁπαράγραφος այսինքն անպարագիր …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»